σμυριδωρυχείο

σμυριδωρυχείο
σμυριδωρυχείο, το ορυχείο σμύρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμυριδωρυχείο — το, Ν ορυχείο σμύριδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμυριδωρύχος. Η λ., στον λόγιο τ. σμυριδωρυχεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”